Διαταραχές της διατροφής στην εφηβεία
Αντωνία Τσάκαλη. Παιδοψυχίατρος
Η εφηβεία είναι μια περίοδος έντονων σωματικών αλλαγών. Το παιδικό σώμα μετατρέπεται βαθμιαία σε σώμα ενήλικα με προεξάρχοντα τα χαρακτηριστικά του φύλου (γυναικεία ή ανδρικά). Η αποδοχή αυτών των αλλαγών απαιτεί μια υγιή ψυχική λειτουργία.
Οι διαταραχές της διατροφής (ανορεξία και βουλιμία) που ξεκινούν κυρίως στην εφηβεία, συνήθως στα κορίτσια, στρέφονται εναντίον αυτού του σώματος με σκοπό να μην αφήσουν να αναδυθεί η σεξουαλικότητα. Η νέα κοπέλα προτιμάει να παραμείνει παιδί και υιοθετεί μια σειρά ακραίων διατροφικών συνηθειών με αποτέλεσμα πολλές φορές να βάζει σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή. Αυτές οι κοπέλες δεν έχουν έλλειψη όρεξης, πεινούν αλλά απωθούν την πείνα τους. Αρνούνται να φάνε κανονικά λόγω της διαρκούς επιθυμίας να είναι λεπτές και εξαιτίας του φόβου μήπως χάσουν τον έλεγχο στην ποσότητα του φαγητού
Ψυχογενής ανορεξία
Η ιστορική αναδρομή για την μελέτη της ψυχογενούς ανορεξίας δείχνει τη δυσκολία για την κατανόηση και την ταξινόμηση της διαταραχής. Οι μελέτες που κατά καιρούς δημοσιεύθηκαν θεωρούσαν την ψυχογενή ανορεξία, άλλοτε οργανική καί άλλοτε ψυχική ασθένεια. Σήμερα δεχόμαστε ότι πρόκειται για μια ψυχοσωματική διαταραχή. Ξεκινάει για καθαρά ψυχολογικούς λόγους, αλλά είναι το σώμα που υποφέρει και οι βλάβες μπορεί να γίνουν οργανικές και μόνιμες
.Κάτω από την προφανή απλότητα τής ψυχογενούς ανορεξίας πού οφείλεται στον στερεότυπο χαρακτήρα τής συμπεριφερολογικής της έκφρασης κρύβεται μία μεγάλη πολυπλοκότητα. Η ψυχογενής ανορεξία βρίσκεται στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην παιδική και την ενήλικη ζωή, όπως αποδεικνύεται από την εκλεκτική της έλευση στην εφηβεία. Υπάρχει ένας πιθανός δεσμός ανάμεσα σ΄αυτή τη διαταραχή και τις διαδικασίες αλλαγής τής εφηβείας, μία δυσκολία στην ολοκλήρωση τής ταυτότητας και στην πρόσβαση στην αυτονομία. Βρίσκεται επίσης ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό λόγω τής αδυναμίας μιας καθαρά ψυχικής έκφρασης και την ανάγκη χρησιμοποίησης τής σωματικής εγγραφής. Τοποθετείται επίσης ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό με ενδιάμεσο το οικογενειακό τού οποίου η σημασία όλο και περισσότερο αναδεικνύεται.
Ιστορική αναδρομή
Ο R. Morton πρώτος περιγράφει το 1689 τη νευρογενή φυματίωση. Δημοσιεύει ένα περιστατικό μιας νέας γυναίκας που αδυνατίζει χωρίς όμως πυρετό, βήχα ή δύσπνοια, τα κλασσικά συμπτώματα της φυματίωσης. Ο Morton επιμένει στο υπερβολικό αδυνάτισμα που μπορεί να επιφέρει αυτή η ασθένεια και προσδιορίζει την αιτιολογία της ως νευρογενή.
Ο Ch. Laseque το 1873 στη Γαλλία την ονομάζει
υστερική ανορεξία και περιγράφει την τυπική κλινική της εικόνα. Είναι ο πρώτος
που αναφέρει τη συμμετοχή της οικογένειας στη δημιουργία αυτού του συνδρόμου. Ο
W. Gull μιλάει κατ’ αρχή για “hysteria apepsia” (1868) και στη συνέχεια υιοθετεί τον
όρο της νευρογενούς ανορεξίας (1873). Το 1914 ο Simmonds
ανατρέπει την μέχρι
τότε επικρατούσα άποψη ψυχογενούς αιτιολογίας, αναφερόμενος σε μια καθαρά
οργανική ασθένεια που ονομάζει υποφυσιακή καχεξία. Η άποψη αυτή θα επικρατήσει
για αρκετά χρόνια και η νευρογενής
ανορεξία θα θεωρηθεί ενδοκρινολογική διαταραχή.
Η ψυχανάλυση επίσης διστάζει να τοποθετηθεί απέναντι στην ψυχογενή ανορεξία. Ο Freud (1905) δεν θεωρεί τις ανορεξικές κατάλληλες για ψυχανάλυση “Η ψυχανάλυση δεν πρέπει να επιχειρηθεί όταν απαιτείται η γρήγορη αποδρομή επικίνδυνων συμπτωμάτων, όπως π.χ. στην περίπτωση της ανορεξίας”.
Για να εξηγήσει το ανορεκτικό σύμπτωμα προτείνει μία θεωρία αντίστοιχη της μελαγχολίας, που επέρχεται σε ένα σεξουαλικά ανώριμο οργανισμό. Αυτή η διατύπωση ήταν βασισμένη στην παραδοχή ότι η ανορεξία συνδεόταν με πραγματική απώλεια της όρεξης για φαγητό όπως παρατηρείται στη μελαγχολία.
Οι επόμενες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις εστιάστηκαν επίσης στο σύμπτωμα της άρνησης της τροφής. Ο Alexander (1935) ονόμασε την ανορεξία γαστρική νεύρωση και την συνέδεσε με φαντασιώσεις κοινές στην παιδική ηλικία π.χ. ότι η εγκυμοσύνη συμβαίνει στοματικά και τα μωρά μεγαλώνουν στο στομάχι.
Περίπου την ίδια εποχή η δημοσίευση των Waller-Kaufman και Deutch (1940) δίνει κεντρικό αιτιοπαθογενετικό ρόλο στις φαντασιώσεις διαποτισμένες από συγκρουσιακή στοματική προβληματική. H Benedek (1936) ήταν η πρώτη που παρουσίασε μια ολοκληρωμένη ψυχαναλυτική θεώρηση της ψυχογενούς ανορεξίας. Υποστήριξε ότι η επιθυμία για αδυνάτισμα αναφερόταν στο φόβο ενός ώριμου γυναίκειου σώματος, συνδεδεμένο με τους φόβους της έφηβης να γίνει όπως η μητέρα. Η Benedek πρώτη αναγνώρισε τη παθολογική γνωσιακή δομή στην ψυχογενή ανορεξία. Είναι το σύστημα των ιδεών που κυριαρχούν “να μην έχει ένα σώμα γυναίκας” και όχι το να μην τρώει ορισμένες τροφές που οδηγεί τις πράξεις και τα συναισθήματα της ασθενούς με αποτέλεσμα να στερείται την τροφή και να αδυνατίζει.